- βάψη
- η (Α βάψις) [βάπτω]1. το βάψιμο, η σκλήρυνση σιδερένιου αντικειμένου2. χρώμα, χροιά (κυρίως του προσώπου).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάψῃ — βάπτω dip aor subj mid 2nd sg βάπτω dip aor subj act 3rd sg βάπτω dip fut ind mid 2nd sg βάψηι , βάψις dipping fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάψηι — βάψῃ , βάπτω dip aor subj mid 2nd sg βάψῃ , βάπτω dip aor subj act 3rd sg βάψῃ , βάπτω dip fut ind mid 2nd sg βάψις dipping fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek